Greek English German

Ποινικό δόγμα και διεθνοποίηση της ποινικής δικαιοσύνης - Πρόοδος ή οπισθοδρόμηση;

Είναι αλήθεια ότι η διεθνοποίηση του ποινικού δικαίου και η σύναψη πολυάριθμων διεθνών και περιφερειακών συμβάσεων είχαν ως αποτέλεσμα να καταστεί σήμερα το ποινικό δίκαιο ο ταχύτερα εξελισσόμενος κλάδος του δικαίου. Σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα τέθηκαν σε ισχύ πολλές νέες διεθνείς και εσωτερικές διατάξεις ποινικού χαρακτήρα, νέες ρυθμίσεις, νέοι θεσμοί και μηχανισμοί που αποσκοπούν στη διεθνή αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου και στην προώθηση της αρχής της αλληλεγγύης στην καταπολέμηση του εγκλήματος. Αρκεί να αναφέρουμε τα Καταστατικά των Διεθνών Ποινικών Δικαστηρίων για τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουάντα, το ΔΠΔ και τα μικτά όπως για την Καμπότζη και τη Σιέρρα Λεόνε, τη Σύμβαση Έκδοσης μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, τη Σύμβαση PIF και τις εντεύθεν εθνικές ρυθμίσεις (παρ’ ημίν το ν. 2803/2000), την πρόταση του CorpusJuris κ.λπ. Πλην όμως, την αφθονία των διατάξεων και το πολυάριθμο των ρυθμίσεων δεν συνοδεύει ανάλογη δογματική υποδομή: Οι νέες ρυθμίσεις έχουν κατά κανόνα εργαλειακό χαρακτήρα χωρίς αντίστοιχη νομοτεχνική αρτιότητα και νοηματικό βάθος. Με άλλα λόγια: υπάρχει πλούτος διατάξεων, αλλά πενία ιδεών.

Σ’ αυτό το περιβάλλον οι νέες διατάξεις κάνουν χρήση δοκιμασμένων και καθιερωμένων εννοιών του ποινικού δόγματος, όπως “συμμετοχή”, “υπαιτιότητα”, “πλάνη”, “απάτη” κ.λπ. Η αναφορά όμως σ’ αυτές δεν είναι πάντοτε επιτυχής, αλλά ούτε και συστηματικά συνεπής λόγω του ετερόκλιτου των ρυθμίσεων και των εγγενών δυσχερειών ενσωμάτωσής τους σε ένα διεθνές κείμενο, με αποτέλεσμα συχνά να παρατηρείται παλινδρόμηση αντί για πρόοδος και επικαλύψεις αντί για σαφήνεια. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραβλεφθεί ότι οι νέες διεθνείς διατάξεις θέτουν υπό δοκιμασία και την αντοχή των παραδοσιακών εννοιών του ποινικού δόγματος, με αποτέλεσμα να επιβιώνουν όσες έννοιες έχουν πράγματι χρησιμότητα. Αλλά και αντίστροφα, το ποινικό δόγμα με τον πλούτο της παράδοσής του παρέχει διεξόδους στα προβλήματα που τίθενται σχετικά.

Από τα προβλήματα αυτά άλλα είναι περισσότερο και άλλα λιγότερο προφανή. Στη συνέχεια απαριθμώ ορισμένα από αυτά:

1. Η ανισότητα της Διεθνούς Ποινικής Δικαιοσύνης καθέτως και οριζοντίως, δηλαδή κατά χρόνο και κατά τόπο (π.χ. τα εγκλήματα των Ερυθρών Χμερ δεν εδιώκοντο μέχρι προσφάτως. Από την άλλη πλευρά οι ΗΠΑ δεν δεσμεύονται από το Καταστατικό του ΔΠΔ).

2. Η ανομοιογένεια στο περιεχόμενο και την εφαρμογή των διαφόρων ποινικών εννοιών από τα εκάστοτε Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια (διαφορετικά κρίνεται η συμμετοχή από το ΔΠΔ για τη Ruanda απ’ ό,τι κατά το Καταστατικό του ΔΠΔ).

3. Η εκπόνηση κοινών πρωτευόντων ποινικών κανόνων από ετερόκλιτες ομάδες εργασίας που απαρτίζονται από εκπροσώπους προερχόμενους απόδιαφορετικά νομικά συστήματα (βλ. π.χ. Σύμβαση PIF). Αντίστοιχα:

4. Η διεθνοποίηση και η καθιέρωση κοινών πρωτευόντων ποινικών κανόνων που καλούνται να λειτουργήσουν σε διαφορετικές έννομες τάξεις.

5. Η επικάλυψη διεθνών ποινικών κανόνων με το αυτό αντικείμενο (π.χ. δωροδοκία).

6. Η συμπληρωματική παραπομπή, ειδικά από το Καταστατικό του ΔΠΔ, στις αρχές δικαίου των κρατών μελών, οι οποίες όμως ενίοτε έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και επομένως οδηγούν σε διαφορετικές λύσεις.

7. Η διαμόρφωση δύο παράλληλων συστημάτων γενικού μέρους, ενός διεθνούς και ενός εθνικής ποινικής δικαιοσύνης με εντεύθεν προβλήματα στην εφαρμογή βασικών κανόνων, όπως των περί συμμετοχής, πλάνης, συρροής κ.λπ.

8. Προβλήματα δικαιοδοσίας αναλόγως του περιεχομένου που προσδίδεται στις διάφορες έννοιες που χρησιμοποιεί το Καταστατικό του εκάστοτε Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, π.χ. όταν ορισμένοι μόνον δράστες υπάγονται λόγω εθνικότητας στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, ενώ άλλοι όχι κ.λπ.

9. Ειδικά προκειμένου για την Ευρωπαϊκή Ένωση:

(α) Το δημοκρατικό έλλειμμα στην ποινικοποίηση συμπεριφορών όταν ο πρωτεύων κανόνας επιβάλλεται κατ’ επιταγή διοικητικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κυρίως βάσει των περίφημων Αποφάσεων-Πλαισίου1.

(β) Η απόλυτη αντίθεση μεταξύ της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του ΔΕΚ ως προς τη φύση της ποινικής κατηγορίας, τη φύση των κυρώσεων και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου2.

(γ) Η εντεύθεν ανακύπτουσα δυσχέρεια συμφωνίας ως προς τον εντοπισμό και την εννοιολογική οριοθέτηση των κρυπτοποινών.

(δ) Τα προβλήματα που θέτει η Σύμβαση Εκδόσεως μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ, καθώς και το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης3.

Τέλος, πρακτικά προβλήματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή κανόνων της Διεθνούς Ποινικής Δικαιοσύνης.

Από τα παραπάνω προβλήματα, ειδικής νομικής ανάπτυξης χρήζουν ιδιαιτέρως τα ακόλουθα: 

1. Η διαμόρφωση δύο συστημάτων γενικού μέρους στα επί μέρους εθνικά δίκαια

Όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω και στο παρελθόν4, τόσο στο πλαίσιο της κοινής περιφερειακής αντιμετώπισης συγκεκριμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων, π.χ. των ευρωαπατών, όσο και επί διεθνών εγκλημάτων, π.χ. της γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας κ.λπ., η αποδοχή από τα επί μέρους κράτη του Καταστατικού του ΔΠΔ ή άλλων κανόνων διεθνούς ποινικής καταστολής είχε ως αποτέλεσμα να διαπλάσσεται ένα ιδιότυπο σύστημα γενικών ποινικών κανόνων, ένα δεύτερο γενικό μέρος που ισχύει ειδικά για τα συγκεκριμένα εγκλήματα και παράλληλα με το γενικό μέρος του δεσμευόμενου κράτους μέλους. Είναι π.χ. γνωστό ότι το CorpusJuris καθώς και το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, περιέχουν γενικούς κανόνες για την αρχή της νομιμότητας, την αυτουργία και τη συμμετοχή, το δόλο, την πλάνη και τους λόγους άρσης του αξιοποίνου. Αλλά και η νομολογία του ΕυρΔΔΑ έχει διαμορφώσει μια (στοιχειώδη, έστω) ομάδα γενικών κανόνων αναφερομένων στην αρχή της νομιμότητας, την πλάνη, την κατάσταση ανάγκης και την παραγραφή5. Η ύπαρξη τέτοιων παράλληλων “κόσμων”, ωστόσο, είναι δυνατό να οδηγήσει σε θεαματικά αδιέξοδα και ανισότητες, όταν π.χ. ο δικαστής θα κληθεί να εφαρμόσει διαφορετικό κανόνα για την πλάνη επί αληθώς συρρεόντων εγκλημάτων του αυτού δράστη. Η έννοια της πλάνης στο corpusjuris, π.χ., συλλαμβάνεται τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι στο άρθρο 32 του Καταστατικού για το ΔΠΔ και πιθανώς αμφότερες διαφέρουν από την οικεία εθνική ρύθμιση.

Ειδικά με την κύρωση του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ισχύουν πλέον και στη χώρα μας, όπως και σε κάθε κράτος-μέλος δύο ποινικά συστήματα βάσει των οποίων κρίνονται κεντρικές ποινικές έννοιες, όπως η υπαιτιότητα, η συμμετοχή, ο καταλογισμός, η πλάνη και οι λόγοι άρσης του αδίκου κ.λπ.6

Τα δύο αυτά συστήματα αποτελούν ισχύον δίκαιο, αφού το ποινικό σύστημα του Καταστατικού του ΔΠΔ έχει ενσωματωθεί στην εσωτερική έννομη τάξη. Η μόνη διαφορά έγκειται απλώς στο ότι τους κανόνες του τελευταίου εφαρμόζει μόνον το ΔΠΔ και όχι τα εθνικά δικαστήρια. Έτσι, τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια μπορούν π.χ. να δικάσουν μια ανθρωποκτονία ή έναν βιασμό, όχι όμως και την πράξη της γενοκτονίας (δηλαδή, πρακτικά, της ανθρωποκτονίας που τιμωρείται ανεξαρτήτως του τόπου τέλεσης), όπως μπορεί π.χ. ένα γερμανικό δικαστήριο. Όμως και αν ακόμη είχαν δικαιοδοσία για τη γενοκτονία, επ’ αυτής θα εφάρμοζαν τους κανόνες του ελληνικού ΠΚ περί συμμετοχής, υπαιτιότητας, παραγραφής κ.λπ., ενώ το ΔΠΔ εφαρμόζει τους κανόνες του Καταστατικού!

Έτσι, αν ο υπό κρίση δράστης είχε τελέσει στο πλαίσιο του αυτού ιστορικού συμβάντος αφενός μεν μια πράξη που υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΔΠΔ και αφετέρου μια πράξη που δεν υπάγεται, για μεν την πρώτη τα βασικά μεγέθη του εγκλήματος, όπως η πλάνη του, η υπαιτιότητά του, η συμμετοχή του, οι λόγοι άρσης του αδίκου θα κριθούν κατά τις διατάξεις του καταστατικού (αν δικασθεί από το ΔΠΔ!) ενώ για τη δεύτερη κατά τις διατάξεις του εθνικού του δικαίου. Κι ακόμη, αν η πρώτη πράξη υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΔΠΔ, ενώ η δεύτερη στη δικαιοδοσία άλλου adhoc ΔΠΔ, π.χ. της Ruanda, η ανασφάλεια καθίσταται ακόμη μεγαλύτερη αφού πολλά βασικά ζητήματα, π.χ. η συμμετοχή, ρυθμίζονται τελείως διαφορετικά. Η αυτή πράξη που αποτελεί διεθνές έγκλημα, π.χ. μια ανθρωποκτονία, ένας βιασμός διαφορετικά θα κριθεί αν δικασθεί από το κράτος-μέλος και διαφορετικά αν δικασθεί από το ΔΠΔ. Έτσι, για την ίδια πράξη οι διατάξεις του Καταστατικού του ΔΠΔ είναι άλλοτε αυστηρότερες από εκείνες του εθνικού (π.χ. όσον αφορά στην παραγραφή) και άλλοτε επιεικέστερες (π.χ. όσον αφορά το ne bis inidem). Με τον τρόπο αυτό ενδέχεται να παρατηρηθεί το φαινόμενο του courtshopping, δηλαδή της επιλογής Δικαστηρίου αναλόγως της αυστηρότητας των διατάξεων που αυτό εφαρμόζει. Μετά την παρέλευση 15ετίας, π.χ., μπορεί ο βιαστής να αυτοκαταγγέλλεται για να επικαλεσθεί παραγραφή στις εθνικές αρχές και να απολαύει του ευεργετήματος των επεικέστερων διατάξεων του εθνικού δικαίου για την παραγραφή. Αντιθέτως, μπορεί ο δράστης να επικαλεσθεί τον κανόνα ne bis inidem ενώπιον των εθνικών αρχών, προκειμένου να αποφύγει διπλή δίωξη.

Παράδειγμα:

Έλληνας στο πλαίσιο “εθνικής κάθαρσης” διενεργούμενης στη χώρα Α τελεί βιασμό (άρθρο 8 § 2 εδ. (ε) περιπτ. iv ΚατΔΠΔ). Η πράξη του κατά το ΚατΔΠΔ είναι απαράγραπτη (άρθρο 29) και διέπεται από τον κανόνα ne bis inidem (άρθρο 20 § 3: Το ΔΠΔ δεν δικαιούται (κατ’ αρχήν) να δικάσει την πράξη αν ο υπαίτιος είχε δικασθεί από άλλο δικαστήριο). Αντίθετα, κατά το ελληνικό Ποινικό Δίκαιο υπόκειται σε 15ετή παραγραφή, απαιτεί διπλή εγκληματικότητα (άρθρο 6 ΠΚ) αλλά δεν καλύπτεται από το ne bis in idem7.

2. Η αρχή της συμπληρωματικότητας 

Σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 εδ. γ΄ του Καταστατικού του ΔΠΔ, το Δικαστήριο, ελλείψει κανόνων ισχυόντων βάσει του καταστατικού, των συνθηκών και των αρχών του διεθνούς δικαίου, εφαρμόζει τις “γενικές αρχές του δικαίου τις οποίες [...] αντλεί από τις εθνικές νομοθεσίες διαφόρων νομικών συστημάτων του κόσμου συμπεριλαμβανομένων, όπως αρμόζει, των εθνικών νομοθεσιών των Κρατών τα οποία θα ασκούσαν κανονικά δικαιοδοσία επί του εγκλήματος, υπό τον όρο ότι οι αρχές αυτές δεν θα είναι ασυμβίβαστες με το παρόν Καταστατικό, το διεθνές δίκαιο και τους διεθνώς αναγνωρισμένους κανόνες και πρότυπα”.

Η εν λόγω αρχή της συμπληρωματικότητας δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται (όπως συχνά γίνεται) ως επικουρικότητα. Δεν έχει δηλαδή το νόημα, ότι η υπόθεση θα πρέπει πρώτα να κριθεί κατά το εθνικό δίκαιο και μόνον αν το τελευταίο είναι ανεπαρκές θα υπαχθεί στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Αυτήν την έννοια προσδίδουν, ωστόσο, στη συμπληρωματικότητα πολλοί συγγραφείς, θεωρώντας ότι το ΔΠΔ “δεν δικαιούται να ασκήσει δικαιοδοσία ειμή μόνον αν τα κράτη-μέλη δεν μπορούν ή δεν θέλουν να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους να διώξουν και να καταστείλουν πράγματι τα σχετικά εγκλήματα”8.

Η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, ουδόλως δικαιολογείται από τη διατύπωση του άρθρου 17 του Καταστατικού. Είναι δε τουλάχιστον περίεργη, και καταλήγει ουσιαστικά σε ακύρωση της αποτελεσματικότητας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου εν τη γενέσει του.

Πράγματι, κατά τις διατάξεις του τελευταίου, η αγόμενη ενώπιον του ΔΠΔ υπόθεση είναι απαράδεκτη μόνον όταν αυτή “ερευνάται” (“is beinginvestigated”) ή “διώκεται” (“is beingprosecuted”) ή “έχει ερευνηθεί” (“hasbeeninvestigated”) ή ο κατηγορούμενος έχει ήδη δικασθεί ή η υπόθεση δεν είναι τόσο σοβαρή, ώστε να δικαιολογείται η άσκηση της δικαιοδοσίας του.

Έτσι ορθά επισημαίνεται ότι το άρθρο 17 του Καταστατικού του ΔΠΔ εκκινεί βασικά από την θέση, ότι η διαδικασία ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου είναι κατ’ αρχήν παραδεκτή και ότι αυτή μόνον κατ’ εξαίρεση δεν επιτρέπεται, όταν δηλ. διεξάγονται ήδη έρευνες ποινικής φύσεως για την πράξη ή έχει ασκηθεί ποινική δίωξη γι’ αυτήν κ.λπ. Αντικείμενο της έρευνας του Δικαστηρίου δεν είναι επομένως η αρμοδιότητά του, αλλά η κατ’ εξαίρεση αναρμοδιότητα αυτού9. Κατά συνέπεια, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα ακόμη και όταν το επί μέρους κράτος διεξάγει μεν έρευνες για την υπό κρίση πράξη, όχι όμως ποινικής φύσεως αλλά άλλης, π.χ. πειθαρχικής10. Πολύ ορθά, εξάλλου, επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή και οι Jones και Powles11: “Αν το ΔΠΔ είναι το μόνο δικαστήριο που επελήφθη της υποθέσεως, η μόνη προϋπόθεση [για τη θεμελίωση δικαιοδοσίας] είναι ότι η υπόθεση αυτή είναι επαρκούς βαρύτητας...”. Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι το πρωτείο των εθνικών ποινικών δικαστηρίων, όταν αυτά επελήφθησαν ήδη μιας υπόθεσης, ισχύει μόνον έναντι του (διαρκούς) Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Προκειμένου για τα adhoc Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια (Γιουγκοσλαβία, Ρουάντα) κατοχυρώνεται, αντίθετα, το πρωτείο αυτών έναντι των εθνικών12. Αν, επομένως, η υπόθεση κατά το χρόνο καταμήνυσης του κατηγορουμένου ενώπιον του Εισαγγελέα του ΔΠΔ δεν “ερευνάται” από κάποιο κράτος-μέλος βάσει ποιας διάταξης είναι αυτή “απαράδεκτη”;

H αληθής αρχή της συμπληρωματικότητας έχει ουσιώδη σημασία: Επιτρέπει την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της εκάστοτε υπό κρίση περίπτωσης, επεκτείνοντας την ισχύ του Καταστατικού και επί κανόνων μη συμπεριλαμβανομένων ρητά σ’ αυτό.

Η συμπληρωματικότητα ως διέξοδος είναι μεν ευκταία, διότι επιτρέπει στο ΔΠΔ να εμπλουτίσει το μεθοδολογικό του οπλοστάσιο με κανόνες και αρχές των κρατών-μερών που αποτελούν προϊόν μακράς και γόνιμης επεξεργασίας (υπάρχει δηλαδή αμφίδρομη σχέση μεταξύ διεθνών και εθνικών ποινικών κανόνων: Οι πρώτοι επηρεάζουν τους δεύτερους, αλλά και οι δεύτεροι τους πρώτους). Δεν είναι ωστόσο απαλλαγμένη προβλημάτων:

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μας προσφέρει η περίπτωση της επιχειρησιακής δραστηριότητας συμμαχικών στρατευμάτων στο Ιράκ, αναφορικά με την οποία ερωτάται, αν στο πλαίσιο αυτής θα μπορούσε να θεμελιωθεί ποινική ευθύνη, επί προσώπων μη υπαγόμενων στη δικαιοδοσία του ΔΠΔ (π.χ. πολιτών των ΗΠΑ) αλλά οι οποίοι συνέπραξαν με πρόσωπα υπαγόμενα σ’ αυτήν (π.χ. πολιτών του Ην. Βασιλείου).

Εν προκειμένω, η αρχή της συμπληρωματικότητας ενεργεί σε πολλά επίπεδα. Ειδικότερα:

Βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή σειράς όλης κανόνων του Καταστατικού του ΔΠΔ ιδιαίτερα εκείνων που διέπουν τη δικαιοδοσία είναι το ερώτημα, αν η ποινική δίωξη ασκείται inrem ή inpersonam. Σειρά όλη διατάξεων του Καταστατικού του ΔΠΔ συνηγορούν υπέρ της πρώτης άποψης, αφού ορίζουν ότι στη δικαιοδοσία του υπάγεται “μια πραγματική κατάσταση” (άρθρα 13, 14) ή “εγκλήματα” (άρθρ. 5, 11 παρ. 1, 12 παρ. 1 και 2), αρ. 15, 17 (“η υπόθεση ερευνάται”).

Αν λοιπόν αντικείμενο της ποινικής δικαιοδοσίας είναι πράξη, είναι προφανές ότι σε περίπτωση συμμετοχής σε πράξη υπαγόμενη στη δικαιοδοσία του ΔΠΔ, στην τελευταία υπάγονται ακόμη και πρόσωπα, τα οποία είναι πολίτες κράτους που δεν δεσμεύεται από το Καταστατικό του ΔΠΔ.

Ακόμη:

Είναι γνωστό ότι κατά την περίπου απολύτως κρατούσα άποψη στις νομοθεσίες των διαφορών χωρών, ως τόπος τέλεσης νοείται τόσον ο τόποςσυμπεριφοράς, όσον και ο τόπος επέλευσης του αποτελέσματος (γενικώς παραδεδεγμένη αρχή – Ubiquitätsprinzip). Ως εκ τούτου τόπος τέλεσης είναι κάθε τόπος όπου έλαβε χώρα ένα τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης, ήτοι όχι μόνο το αποτέλεσμα (Ιράκ), αλλά και η συμπεριφορά (π.χ. Αγγλία). Άρα και οι συμμετασχόντες ως ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί, έστω και αν αυτοί είναι πολίτες τρίτης χώρας, ή έστω και αν ενήργησαν από τρίτη χώρα,υπάγονται στη δικαιοδοσία του ΔΠΔ αν το αποτέλεσμα της συμμετοχικής του δράσης (δηλαδή η συμπεριφορά του αυτουργού) έλαβε χώρα σε τόπο υπαγόμενο στη δικαιοδοσία του ΔΠΔ ή τελέσθηκε από πρόσωπο υπαγόμενο στην εν λόγω δικαιοδοσία.

Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από το ότι τα ζητήματα αυτά κρίνονται βάσει των αρχών και των ερμηνευτικών τοποθετήσεων που θα αντλήσει το ΔΠΔ από το δίκαιο των επί μέρους κρατών-μερών. Είναι λοιπόν προφανές ότι ο δογματικός εμπλουτισμός της νομολογίας του ΔΠΔ από το δίκαιο των κρατών-μελών έχει κεφαλαιώδη σημασία. 

3. Η διδασκαλία του αντικειμενικού καταλογισμού ως παράδειγμα εμπλουτισμού του διεθνούς ποινικού δόγματος 

Χαρακτηριστική περίπτωση εμπλουτισμού της διεθνούς ποινικής σκέψης από την ποινική επιστήμη και συγχρόνως παράδειγμα αντοχής μιας έννοιας σε διεθνές περιβάλλον, αποτελεί η θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού (objektiveZurechnung).

Ένα από τα κεντρικά προβλήματα που ανακύπτει στο ΔΠΔ είναι η αναγωγή του (οικουμενικής εμβέλειας) αδίκου σε συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο. Τούτο είναι ενίοτε εύκολο (π.χ. ο Χ στρατηγός, ο Ψ δικτάτωρ). Κατά κανόνα όμως είναι δυσχερές, αφού πολλές φορές το άτομο ενεργεί συλλογικά ως μέλος ενός οργανωμένου συνόλου και η προσωπική ευθύνη δεν είναι ευχερώς ανιχνεύσιμη. Όπως είπε η HannaArendt, στην ουσία πρόκειται για την πνευματική εκείνη εργασία που αποσκοπεί στην “αναδρομική μεταμόρφωση ενός γραναζιού σε άνθρωπο”.

Εδώ αναδεικνύεται η σημασία της θεωρίας του αντικειμενικού καταλογισμού. Αν η θεωρία αυτή για τη δογματική του “εθνικού” ποινικού δικαίου είναι χρήσιμη, στο ΔΠΔ είναι αναγκαία. Ορθά λοιπόν επισημαίνεται ότι στην περίπτωση της διεθνούς εγκληματικότητας, όπου οι συλλογικές πράξεις (Makrokriminalität) απαρτίζονται από εγκλήματα μεμονωμένων ατόμων, πέραν της διαπίστωσης της αιτιότητας κατά τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, θα πρέπει να διαπιστώνεται και ότι η συμπεριφορά του εκάστοτε υπό κρίση προσώπου προκάλεσε έναν (αποδοκιμαζόμενο από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο) κίνδυνο, ο οποίος και πραγματώθηκε τελικώς στο αποτέλεσμα13.

Ομοίως, ορθά επισημαίνεται στο πεδίο της συμμετοχής, ότι η ψυχική συνέργεια στοιχειοθετείται αν ο δράστης με τη συμπεριφορά του επέτεινε τον κίνδυνο προσβολής του εννόμου αγαθού που προσέβαλε ο αυτουργός (Risikoerhöhung) και ο κίνδυνος αυτός πραγματώθηκε στην πράξη του αυτουργού (Risikozusammenhang). Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία στη διαπίστωση ατύπων περιπτώσεων ψυχικής ενίσχυσης, δηλαδή όταν ο συνεργός ενθαρρύνει ή άλλως πως ενισχύει την απόφαση ή εμμονή του αυτουργού στην τέλεση της πράξης14.

4. Ζητήματα υποκειμενικής υπόστασης

Στο πεδίο της υποκειμενικής υπόστασης τα ανακύπτοντα προβλήματα είναι πολυάριθμα. Όπως ορθά παρατηρεί ο Casesse15, τα Καταστατικά των διαφόρων Διεθνών Ποινικών Δικαστηρίων συνήθως δεν προσδιορίζουν την υπαιτιότητα που απαιτείται για τα επιμέρους διεθνή εγκλήματα. Εξαίρεση αποτελεί το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (άρθρα 6, 7, 8 και 9). Πλην όμως και εδώ οι εν λόγω διατάξεις έχουν περιορισμένη νομική αξία: πρώτον, διότι εφαρμόζονται μόνον προκειμένου περί εγκλημάτων επί των οποίων το ΔΠΔ ασκεί δικαιοδοσία (με αποτέλεσμα την απόκλισή τους από τους βασικούς κανόνες του εκάστοτε εθνικού δικαίου) και δεύτερον, διότι στη διεθνή ποινική δικαιοσύνη δεν υπάρχουν κοινώς αποδεκτοί κανόνες που προσδιορίζουν τα διάφορα είδη υπαιτιότητας. Έτσι, οι περιεχόμενοι στο άρθρο 30 του ΚατΔΠΔ ορισμοί (“στοιχεία υποκειμενικής υπόστασης”) της πρόθεσης και της γνώσης, όχι μόνον δεν εκφράζουν κάποιο γενικώς αποδεκτό περιεχόμενο, προερχόμενο έστω από το εθιμικό διεθνές δίκαιο16, αλλά είναι και απρόσφοροι, διότι, αφενός μεν δεν καλύπτουν όλες τις δυνατές μορφές υπαιτιότητας, αφετέρου δε δεν εκφράζουν κάποιο επιστημονικώς αποδεκτό μόρφωμα.

Σαν να μην έφτανε αυτό, στο Ειδικό Μέρος του Καταστατικού υπάρχει ποικιλία όρων, όπως “intent”/“intentionally” (άρθρ. 7), “wilful”/“wilfully” (άρθρ. 8), “wantonly” (άρθρ. 8 παρ. 2α) που επιτείνουν τη σύγχυση17.

Περαιτέρω, το άρθρο 30 ΚατΔΠΔ όχι μόνον δεν ασχολείται με τις έννοιες του ενδεχόμενου δόλου και της αμέλειας (μολονότι οι μορφές αυτές υπαιτιότητας δεν αποκλείονται), αλλά απαιτεί σωρευτικά, ως μη ώφειλε, γνώση και πρόθεση, πράγμα που αφενός μεν δεν είναι αναγκαίο, αφετέρου δε καθιστά τις ποινικές διατάξεις του Καταστατικού του ΔΠΔ σε πολλές περιπτώσεις ανεφάρμοστες και επομένως μη αποτελεσματικές18.

Τα δυσμενή αποτελέσματα της εγκατάλειψης των διδαγμάτων της ποινικής δογματικής καταδεικνύονται και σε σειρά όλη διατάξεων του Καταστατικού του ΔΠΔ, το οποίο:

– Απεμπολεί προδήλως το βουλητικό στοιχείο του δόλου σε δύο περιπτώσεις (άρθρο 30 § 2 β΄ και 3), χωρίς εμφανή αιτιολογία και χωρίς να παρίσταται ανάγκη.

– Αντιμετωπίζει την άμυνα ως προς τις έννομες συνέπειες και την εν γένει ποινική μεταχείριση καθ’ ον τρόπο την ικανότητα προς καταλογισμό (άρθρ. 31 § 1 περ. (α) και (γ) λησμονώντας τις θεμελιώδεις δομικές και νομικές διαφορές του, καθώς και το εννοιολογικό φορτίο τους.

– Ομιλεί για το ενδεχόμενο πραγματικής πλάνης που “αναιρεί την πλήρωση των στοιχείων της υποκειμενικής υπόστασης” (άρθρ. 32 § 1) δεχόμενο έτσι, εμμέσως πλην σαφώς και τη δυνατότητα περιπτώσεων πραγματικής πλάνης που δεν την αναιρεί. Διερωτάται επομένως κανείς, ποιες είναι αυτές οι τελευταίες.

– Ομιλεί για νομική πλάνη που “αναιρεί τα στοιχεία της υποκειμενικής υπόστασης” (άρθρο 32 § 2) δεχόμενο έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η “νομική πλάνη” αναιρεί και τη γνώση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης. Η εξήγηση έγκειται στο ότι αμφότερες οι ρυθμίσεις για την πραγματική και νομική πλάνη, αποτελούν αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ πλειόνων αντιτιθέμενων αλλά και ασαφών απόψεων19.

Χαρακτηριστικό πρόβλημα θέτει, περαιτέρω, το άρθρο 28 του Καταστατικού του ΔΠΔ που ορίζει: “Ο στρατιωτικός ή το πρόσωπο αυτό γνώριζε ή [...]όφειλε να γνωρίζει ότι οι δυνάμεις διέπρατταν ή επρόκειτο να διαπράξουν τέτοια εγκλήματα”. Εν προκειμένω ερωτάται αν με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται δόλος ως προαπαιτούμενο της ποινικής ευθύνης.

Η έκφραση “όφειλε να γνωρίζει” ερμηνεύεται ως δόλος στο πλαίσιο του αγγλοσαξονικού δικαίου μόνον επί τη βάσει της θεωρίας της constructivemalice, δηλαδή αν αντιμετωπισθεί ως πλάσμα δικαίου. Υπό το πρίσμα αυτό, μάλιστα, η θεωρία της constructiveknowledge θεωρείται ως συμβατή με την αρχή της ενοχής μόνον αν ο δράστης είχε “αξιόπιστες, ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες” που του επέτρεψαν να λάβει γνώση της τέλεσης συγκεκριμένων πράξεων. Η constructivemalice, λέγουν σχετικώς, επιβάλλει στο δράστη το καθήκον “να συναγάγει ορισμένα συμπεράσματα από ορισμένα γεγονότα” που γνωρίζει και όταν αυτά είναι ύποπτα, να διατάξει σχετικές έρευνες20. Όμως: η συναγωγή γνώσης από το καθήκον γνώσης δεν παύει να συνιστά νομικό πλάσμα και ως εκ τούτου μόνον αμέλεια μπορεί να θεμελιώσει. Έτσι, στην περίπτωση αυτή, αν ο στρατιωτικός διοικητής είχε επαρκείς πληροφορίες, τις οποίες δεν ανέλυσε επαρκώς και για το λόγο αυτό κατέληξε σε εσφαλμένα συμπεράσματα, υπάρχει αμέλεια21. Ομοίως ο μη στρατιωτικός διοικητής που παρέβλεψε συνειδητά πληροφορίες, οι οποίες παρείχαν σαφείς ενδείξεις ότι οι υφιστάμενοί του διέπραξαν ή επρόκειτο να διαπράξουν εγκλήματα, έχει βαρειά αμέλεια (recklessness)22 και όχι ενδεχόμενο δόλο, όπως υποστηρίζει ο Cassese23 ερμηνεύοντας, όχι ορθά, τη recklessness ως ενδεχόμενο δόλο.

Στην περίπτωση αυτή η εξ αμελείας τιμώρηση είναι δυνατή, αφού κατ’ άρθρο 30 παρ. 1 “γνώση” απαιτείται μόνον αν “δεν ορίζεται διαφορετικά”. Εδώ όμως προβλέπεται ρητά ότι αρκεί “η δυνατότης γνώσης” (ώφειλε να γνωρίζει).

Πέραν τούτων, όμως, στην περίπτωση αμελούς συμπεριφοράς τίθενται και τα ακόλουθα δύο προβλήματα:

(α) Κατά ποία λογική η εξ αμελείας παράλειψη του διοικητή εξομοιώνεται inabstracto με την εκ δόλου τέλεση;

(β) Ποία έννοια περί αμελείας θα τεθεί ως βάση; Πώς δηλαδή θα λειτουργήσει η αρχή της συμπληρωματικότητας που προβλέπει το Καταστατικό του ΔΠΔ και η αναγωγή στις γενικές αρχές του δικαίου των κρατών μερών; 

5. Ζητήματα συμμετοχής

Άλλο παράδειγμα αβεβαιότητας περί τη χρήση μιας ποινικής έννοιας στη διεθνή ποινική Δικαιοσύνη αποτελεί η έννοια της συμμετοχής. Ενώ π.χ. τα περισσότερα εθνικά δίκαια ακολουθούν τη θεωρία της δανείου εγκληματικότητας και καθιερώνουν την εξάρτηση της συμμετοχικής δράσης από εκείνη του αυτουργού, σε διεθνές επίπεδο επικρατεί ασάφεια24. Έτσι, κατά την κρατούσα γνώμη, το Καταστατικό του ΔΠΔ διαχωρίζει την έννοια του αυτουργού από εκείνη του συμμετόχου stricto sensu25. Άλλα όμως ποινικά δικαστήρια, όπως το ICT Ruanda, το ICT Yugoslavia, αλλά και παλαιότερα, όπως το Συμμαχικό Στρατοδικείο στην υπόθεση Hadamar26, θέτουν ως βάση τη θεωρία του ενιαίου αυτουργού. Δέχονται δηλαδή ότι όλοι οι συμμέτοχοι σε μια κοινή εγκληματική δραστηριότητα είναι εξίσου υπεύθυνοι (άρα υπόκεινται στο αυτό πλαίσιο ποινής) ανεξάρτητα από τη θέση τους και την έκταση της συμβολής τους, αρκεί α) να συμμετέχουν στην πράξη από κοινού και β) με την πρόθεση να συμμετέχουν από κοινού σ’ αυτήν. Όλοι αυτοί αντιμετωπίζονται ως αυτουργοί και μόνον κατά τη δικαστική επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη τυχόν ελαφρότερης ενοχής27.

Ομοίως, το Τμήμα Εφέσεων του ICTY έκρινε, στην υπόθεση Tadic, ότι ο συμμέτοχος ευθύνεται και όταν ο αυτουργός τέλεσε έγκλημα διαφορετικό από το συμφωνηθέν, εφόσον α) ήταν αντικειμενικώς προβλεπτό ότι ο αυτουργός θα το διέπραττε και β) ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε αυτόν τον κίνδυνο(willinglytookthat risk)28. Έτσι όμως γίνεται δεκτό ότι για τη στοιχειοθέτηση συμμετοχής αρκεί δόλος ως προς τον κίνδυνο χωρίς να απαιτείται και δόλος ως προς το αποτέλεσμα.

6. Πρακτικά προβλήματα

Τέλος θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούν ορισμένα πρακτικής φύσεως προβλήματα, όπως:

– Τα προβλήματα που ανακύπτουν και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι η έλλειψη υπηρεσιών υπαγομένων στα ΔΠΔπου εξασφαλίζουν τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων όπως συλλογή αποδείξεων, διεξαγωγή ερευνών, κατάσχεση εγγράφων, εκτέλεση ενταλμάτων σύλληψης κ.λπ. Ως προς τις πράξεις αυτές τα ΔΠΔ εξαρτώνται από την προθυμία των εθνικών κρατών να συνεργαστούν. Η ύπαρξη ενίοτε πολυεθνικής δύναμης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ (περίπτωση ICTY) δεν αναιρεί το πρόβλημα29.

– Η προέλευση των διεθνών δικαστών από διαφορετικές χώρες, από ετερόκλιτα νομικά συστήματα, αλλά και από διαφορετικούς κλάδους δικαίου (ποινικολόγοι - διεθνολόγοι).

– Η ιδιαιτέρως μακρά διάρκεια των ανακρίσεων και των δικών30 και οι δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης των δικαστών (Ruanda).

– Προκειμένου περί μικτών (υβριδικών) δικαστηρίων, οι δυσχέρειες επικοινωνίας μεταξύ των εθνικών και των διεθνών δικαστών31.

– Η εκπόνηση των κοινών (πρωτευόντων) ποινικών κανόνων (τόσο προκειμένου για το Καταστατικό του ΔΠΔ όσο και για την κοινοτική ποινική νομοθεσία) από ετερόκλιτες ομάδες εργασίας, από πρόσωπα προερχόμενα από διαφορετικά νομικά συστήματα, από μη ποινικολόγους και ενίοτε από μη νομικούς (π.χ. Σύμβαση PIF: ν. 2803/2000 για την κοινοτική απάτη).

– Η αδράνεια πολλών χωρών, των οποίων η νομοθεσία προβλέπει διεθνή εγκλήματα, όπως της γενοκτονίας (π.χ. Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων ή πιέσεων.

7. Συμπέρασμα

Όποια κι αν είναι τα νομοτεχνικά και δογματικά μειονεκτήματα του Καταστατικού του ΔΠΔ, η ύπαρξή του, αποτέλεσμα μιας προσπάθειας περίπου εκατόν τριάντα ετών32 δεν πρέπει να υποτιμηθεί, διότι αποτελεί την αποφασιστική καμπή στην αναγνώριση ατομικής ποινικής ευθύνης για εγκλήματα οικουμενικής εμβέλειας. Τα ελαττώματα του Καταστατικού δεν πρέπει να δώσουν αφορμή για μη εφαρμογή των διατάξεών του, αλλά πρέπει με κατάλληλη ερμηνεία να αμβλυνθούν, έως ότου αρθούν με σχετικές τροποποιήσεις. Αυτή τη στιγμή ο μεγάλος κίνδυνος είναι η συναινετική αποδυνάμωση και αδρανοποίηση του ΔΠΔ υπό διάφορα ερμηνευτικά προσχήματα, σημαντικότερο των οποίων είναι, νομίζω, ή δήθεν θεώρηση της δικαιοδοσίας του ως επικουρικής. Ήδη εμφανίστηκαν και άλλες, περισσότερο αποφασιστικές επιστημονικές φωνές, που αμφισβητούν ευθέως την αναγκαιότητα και χρησιμότητα ενός Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου33. Αν κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο της Ανθρωπότητας, όπου τα ατομικά δικαιώματα δοκιμάζονται κατά εξαιρετικά έντεχνο και επιδέξιο τρόπο, το ΔΠΔ υποβαθμισθεί, περιοριζόμενο σε διακοσμητικό ρόλο, η ανάκαμψη θα είναι δυσχερής και το κύρος του θα έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα.

 


________________________________________
1. Βλ. Satzger, Die Europäisierung des Strafrechts, Köln 2001, 110 επ., 122 επ.
2. Περίαυτούβλ. τηνεργασίαμου: Dogmatische Grunderfordernisse eines Allgemeinen Teils aus griechischer Sicht, σε: Hirsch (Hrsg.): Krise des Strafrechts und der Kriminalwissenschaften?, Berlin 2001, 174.
3. Βλ. την εργασία μου: Η σύμβαση έκδοσης μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΠοινΛογ 2003, 1341.
4. Βλ. ΠοινΛογ 2001, σελ. 805.
5. Weigend, Zur Frage eines “internationalen” Allgemeinen Teils, σε Roxin-Festschrift, Berlin 2001, 1378.
6. Γιατογερμανικόδίκαιο, βλ. τονόμοτης 30.6.2002 (Völkerstrafgesetzbuch) καιδιεξοδικά Werle, Völkerstrafrecht, Βerlin 2003, 87 επ., Werle-Jeßberger, JZ 2002, 725 επ.
7. Βλ. ορθή delegelata απόφαση ΟλΑΠ 7/2002 ΠΛογ 2002, 464, με παρατηρήσεις Κιούπη.
8. Βλ. π.χ. Jaques, VerslaCourCriminelleInternationale, ExamenduProjetdeStatutdelaCour, σε: LeTribunalPénalInternationaldelaHaye, Paris 2000, 283 επ., Eser, Διεθνής και Παγκόσμια Εθνική Ποινική Δικαιοδοσία, Αθήνα 2003, 141 επ., με περαιτέρω παραπομπές (σημ. 14), παρ’ ημίνδεΣυμεωνίδου-Καστανίδου, Νομιμοποιητική Βάση και όρια δικαιοδοσίας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, ΝοΒ 51 (2003), 401 επ.
9. Βλ. Meißner, Die Zusammenarbeit mit dem Internationalen Strafgerichtshof nach dem Römischen Statut, München 2003, σελ. 70 επ.
10. Meißner, όπ.π., 76.
11. Βλ. τοθεμελιώδεςέργοτους International Criminal Practice, 3η έκδ. Oxford 2003, σελ. 392.
12. Βλ. Παπαχαραλάμπους, Τα διεθνή Ποινικά Δικαστήρια, σε: Το Ποινικό Δίκαιο στο νέο διεθνές περιβάλλον, Αθήνα 2001, 240.
13. Ambos, Der Allgemeine Teil des Völkerstrafrechts, Berlin 2002, σελ. 536, 663.
14. Ambos, όπ.π.,σελ. 635.
15. International Criminal Law, Oxford 2003, σελ.159 επ.
16. Cassese, όπ.π., 160.
17. Βλ. Werle, Völkerstrafrecht, σελ. 111.
18. Πρβλ. Cassese, όπ.π.,σελ. 176.
19. Βλ. Bandekas-Nash, International Criminal Law, 2η έκδ.London 2003, σελ. 141.
20. Hessler, Yale LR 1973, σελ. 1278 επ., Ambos, όπ.π., 699.
21. Έτσι ορθά, Ambos, όπ. παρ. 700, 703.
22. Ambos, όπ.π., σελ. 706.
23. Cassese, όπ.π., σελ. 168 επ.
24. Γιατοθέμαβλ. ιδίως Kittichaisaree, International Criminal Law, New York 2001, 236 επ.
25. Ambos, όπ.π.,σελ. 543, ο ίδιος, σε: Triffterer, ed., Commentary on the Rome Statute of the International Criminal Court, Baden-Baden 1999, άρθρο 25 παρ. 2, 6.
26. Alfons Klein καιάλλοι: Cassese, όπ.π.,σελ. 153.
27. Cassese, όπ.π.,σελ. 182.
28. Cassese, όπ.π.,σελ. 187.
29. La Rosa, Juridictions pénales internationales, La procédure et la preuve, Paris 2003, 295, 300, 355 και passim, Cassese, όπ.π.,σελ. 442.
30. Cassese, όπ.π.,σελ. 442.
31. Cassese, όπ.π.,σελ. 345• πρβλ. Bandekas-Nash, όπ.π., σελ. 397 (για τη Σιέρρα Λεόνε), 401 (για τα Αν. Τιμόρ), 404 (για τα δικαστήρια στο Κόσοβο) και 406 επ.
32. Βλ. την έκκληση του GustaveMoynier, συνιδρυτή, μαζί με τον Ερρίκο Ντυνάν, του Ερυθρού Σταυρού, στο BulletininternationalΝο 11 του 1872.
33. Βλ. π.χ. Fletscher, Against Universal Jurisdiction, σε: JIGJ, 2003, σελ. 580 επ.