Greek English German

Διαρκές έγκλημα από τη σκοπιά του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου

Εξετάζεται το ζήτημα της ποινικής δικαιοδοσίας των Ελληνικών δικαστηρίων επί κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας που άρχισε μεν στην Ελλάδα αλλά συνεχίστηκε στο Εδιμβούργο της Σκωτίας ( Ιδιωτική Γνωμοδότηση)

Μου τέθηκε το εξής Ερώτημα :
Υπάρχει ποινική δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων για κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας ενσωματωμένου σε σκληρό δίσκο ηλεκτρονικού υπολογιστή τελεσθείσα στην Ελλάδα και στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, αν η κατοχή του υλικού αυτού άρχισε μεν στην Ελλάδα αλλά συνεχίστηκε στο Εδιμβούργο; Επιτρέπεται παράδοση του ημεδαπού κατηγορουμένου για την πράξη αυτή στη Σκωτία σε εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης; Συγχρόνως μου τέθηκε υπόψη το Β06/3928 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών και οι από 7.8.2006 και 16.5.2006 μηνύσεις κατά του αυτού κατηγορουμένου.

Επί των ως άνω ζητημάτων η Γνώμη μου είναι η ακόλουθη :

1. Η κατοχή πορνογραφικού υλικού ως διαρκές έγκλημα
1.1. Κατά το άρθρ. 29 παρ. 1 του Ν. 5060/1931, ο οποίος επαναφέρθηκε σε ισχύ με τον Ν. 10/1975 και εξακολουθεί να ισχύει κατά το άρθρο μόνο του Ν. 2243/1994, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον ενός μηνός (και χρηματική ποινή) «όστις προς το σκοπό εμπορίας ή διανομής ή δημοσίας εκθέσεως παρασκευάζει, αποκτά, κατέχει, μεταφέρει, εισάγει εις το κράτος ή εξάγει ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον τίθησιν εις κυκλοφορίαν έγγραφα, έντυπα, συγγράμματα, σχέδια, εικόνας, ζωγραφιάς, εμβλήματα, φωτογραφίας, κινηματογραφικάς ταινίας ή άλλα αντικείμενα άσεμνα οιουδήποτε είδους, όστις μεταχειρίζεται οιονδήποτε μέσον δημοσιότητας προς διευκόλυνσιν της κυκλοφορίας ή του εμπορίου των αυτών ασέμνων αντικειμένων (…)». Σύμφωνα δε με το άρθρ. 30 του ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 3 του Ν. 1291/1982 και εξακολουθεί να ισχύει κατ’ άρθρο μόνο του Ν. 2243/1994, «άσεμνα κατά τις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου θεωρούνται τα χειρόγραφα, έντυπα, εικόνες και λοιπά αντικείμενα, όταν σύμφωνα με το κοινό αίσθημα προσβάλλουν την αιδώ (…)».
Όπως μπορεί να συναχθεί από την ανάγνωση των ανωτέρω διατάξεων, το θεσπιζόμενο έγκλημα είναι υπαλλακτικώς μικτό. Τιμωρείται ως εκ τούτου όποιος, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις που μπορούν να εναλλαχθούν, προς το σκοπό εμπορίας ή δημόσιας έκθεσης μεταχειρίζεται οποιοδήποτε μέσο δημοσιότητας προς διευκόλυνση της κυκλοφορίας ή του εμπορίου των παραπάνω άσεμνων αντικειμένων, δηλαδή των αντικειμένων που κατά το κοινό αίσθημα, ήτοι το αίσθημα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, προσβάλλει την αιδώ, με την έννοια του δυσάρεστου συναισθήματος και της αποστροφής που προκαλούν τέτοια αντικείμενα, όπως είναι και η κατοχή πορνογραφικών εικόνων με σκοπό την εμπορία, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσβληθεί η αιδώς ενός ή περισσοτέρων προσώπων, καθορισμένων ή όχι, αφού πρόκειται για έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης και αρκεί ότι η εκάστοτε παράσταση και περιγραφή που αποτελεί το άσεμνο αντικείμενο μπορεί να προκαλέσει ντροπή σε απροσδιόριστο αριθμό προσώπων, έτσι ώστε ο καθένας να ντρέπεται τον άλλο και όλοι μαζί να θέλουν να απαλλαγούν από αυτό (ΑΠ 2087/2003, ΠΧ ΝΔ/755).
Για τη στοιχειοθέτηση επομένως του εγκλήματος της κατοχής πορνογραφικών εικόνων με σκοπό την εμπορία, απαιτείται σωρευτικώς : (α) ύπαρξη πορνογραφικών εικόνων, (β) εισαγωγή αυτών στην Επικράτεια ή κατοχή τους ή κατά οποιοδήποτε τρόπο θέση αυτών στην κυκλοφορία και (γ) δόλος, ο οποίος ενέχει τη γνώση των στοιχειών αυτών από το δράστη και τη θέληση για την πραγματοποίησή τους και, επιπρόσθετα, σκοπός αυτού προς εμπορία πορνογραφικών εικόνων ή διανομή η δημόσια έκθεση αυτών.

1.2. Ο εκ των ανωτέρω τρόπων τέλεσης κατοχή πορνογραφικού υλικού συνιστά διαρκές έγκλημα για τους εξής λόγους :
1.2.1. Κατά την διατύπωση του Χωραφά (Ποινικό Δίκαιο, Τόμος Α΄, 9η Έκδοση, σελ. 179) «διαρκές είναι το έγκλημα εκείνο, επί του οποίου η προσβολή του εννόμου αγαθού παρατείνεται καθ’ ο χρόνο εξακολουθεί και η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παράνομη συμπεριφορά του δράστη», ενώ κατά τον αντίστοιχο ορισμό (για το Dauerdelikt) στη Γερμανία, «διαρκές έγκλημα συνιστούν εκείνες οι πράξεις, κατά τις οποίες το έγκλημα δεν τελειούται με την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης, αλλά διατηρείται δια της διαρκούς εγκληματικής βουλήσεως του δράστη τόσο, όσο παραμένουν υπαρκτά τα αξιόποινα περιστατικά που αυτός δημιούργησε» (Claus Roxin, Strafrecht, AT, Bd. I, 2. Aufl., §10, περ. αρ. 105).
Το ζήτημα του εάν ένα έγκλημα είναι διαρκές ή στιγμιαίο ανακύπτει βεβαίως την χρονική εκείνη στιγμή που ακολουθεί την ολοκληρωτική πλήρωση (τελείωση) της ειδικής υποστάσεως του εγκλήματος (Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία για το έγκλημα, β’ έκδ., Αθήνα 2005, σελ. 183). Όπως αναφέρεται μάλιστα (βλ. ibidem), υπάρχουν εγκλήματα, των οποίων η περιγραφή στον νόμο καθιστά σαφές ότι προβλέπονται ευθέως ως διαρκή (λ.χ. η εσχάτη προδοσία [ΠΚ. 134 παρ. 2 περ. γ’], η συμμετοχή σε αθέμιτο σωματείο [ΠΚ. 188], η διατάραξη οικιακής ειρήνης [ΠΚ. 334], η παράνομη κατοχή ναρκωτικής ουσίας [άρθρ. 5 Ν. 1729/1987 και ήδη άρθρ. 20 Ν. 3459/2006] κλπ.), υπάρχουν όμως και άλλα εγκλήματα τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν ως διαρκή, όπως λ.χ. η αρπαγή, η εμπορία δούλων, η αρπαγή ανηλίκου και τα εν γένει «εγκλήματα κατοχής» (πχ. όπλων).
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτό που βαρύνει στην αξιολόγηση ενός εγκλήματος ως διαρκούς είναι το κατά πόσον η παράλειψη άρσεως της παράνομης κατάστασης που δημιουργήθηκε μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεχίζει τρόπον τινά ως “δεύτερη φάση” το έγκλημα που έγκειται στην παραγωγή της. Με άλλη διατύπωση, πρέπει η παράλειψη άρσεως της παράνομης κατάστασης να συνιστά συνεχώς και αδιαλείπτως και παράλειψη αποτροπής της, ούτως ώστε να πληροί και αυτή (μέσω του άρθρου 15 ΠΚ) την ίδια αντικειμενική υπόσταση την οποία πληροί και η παραγωγή τής κατάστασης (Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 186). Όπως έχει επισημανθεί περαιτέρω, δεν αρκεί οποιαδήποτε διατήρηση της παράνομης κατάστασης, αλλά πρέπει αυτή να είναι ισάξια, να έχει δηλαδή ίση απαξία με την συμπεριφορά που την δημιούργησε (Σπινέλλης, Τα διαρκή και στιγμιαία εγκλήματα από τη σκοπιά του εφαρμοστή του δικαίου και από τη σκοπιά του νομοθέτη, ΠΧ ΚΘ/8, με παραπομπή στον Ανδρουλάκη, Επί του προσδιορισμού της έννοιας του διαρκούς εγκλήματος, ΠΧ ΙΕ/333).
Προκειμένου δε να τηρείται συγχρόνως και η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή nullum crimen nulla poena sine lege stricta (Σ. 7), θα πρέπει η συμπεριφορά του δράστη με την οποία διατηρείται η παράνομη κατάσταση που δημιούργησε με την αρχική του ενέργεια να μπορεί να υπαχθεί κι αυτή στην περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς που περιέχεται στο νόμο (Σπινέλλης, ό.π., σελ. 15). Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η ως άνω αναφερθείσα ίση απαξία νοηματοδοτείται ακριβέστερα ως αφορώσα συμπεριφορές που εξίσου υπάγονται στην αντικειμενική υπόσταση του εκάστοτε κρινομένου εγκλήματος, όπως αυτό περιγράφεται στην οικεία ποινική διάταξη.

1.2.2. Όπως περαιτέρω επισημαίνεται (Σπινέλλης, ό.π., σελ. 5 και 17), στην ερώτηση «πότε θα θεωρήσουμε πως η τέλεση της πράξεως παρατείνεται ή ότι εξακολουθεί η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως κ.λπ.;», η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην ίδια την διάταξη του ποινικού νόμου που προβλέπει την αξιόποινη πράξη, μιας και όχι σπάνια χρησιμοποιούνται λέξεις από τις οποίες μπορεί ευλόγως να συναχθεί ότι κατά τη βούληση του νομοθέτη η τέλεση του εγκλήματος παρατείνεται πράγματι και η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως εξακολουθεί για ένα κάπως μακρύ χρονικό διάστημα. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει η ερμηνεία της διάταξης να γίνεται ενόψει του in concreto προστατευομένου εννόμου αγαθού.
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη διατύπωση του άρ. 29 Ν. 5060/1931, η περιγραφή της αξιόποινης πράξης έγκειται, μεταξύ άλλων, στην με σκοπό εμπορίας ή διανομής ή δημοσίας εκθέσεως κατοχή εγγράφων, εντύπων κλπ. ή άλλων αντικειμένων ασέμνων οιουδήποτε είδους, ενώ το επόμενο άρθρο 30 (παρατίθεται υπό 1.1.) προσδιορίζει την έννοια του ασέμνου.
Η έννοια της κατοχής ωστόσο προδήλως εμπεριέχει την έννοια της διάρκειας στη νοηματοδότησή της. Ειδικότερα, όπως είναι γνωστό στη θεωρία και τη νομολογία, κατοχή είναι η πραγματική (φυσική) εξουσία επί του πράγματος που ασκείται με φυσική θέληση εξουσίασης αυτού (Μπουρόπουλο, ΕρμΠΚ, τ. Β’, 8, Γάφο, ΣΤ 18, 19, Σπινέλλη, Α’ 17, Wessels-Hillenkamp, BT/2, 24, Lackner-Kühl § 242 αρ. 8, Mitsch, BT 2, § 1 αρ. 40, ΑΠ 300/1981, ΠΧ ΛΑ/584, ΑΠ 800/1982, ΠΧ ΛΓ/177, ΑΠ 1175/1983, ΠΧ ΛΔ/146, ΑΠ 271/1984, ΠΧ ΛΔ/802, ΑΠ 1143/1987, ΠΧ ΛΖ/976, ΑΠ 1277/1990, ΠΧ ΜΑ/564, ΑΠ 1243/1993, ΠΧ ΜΓ/1002, ΑΠ 229/1998, ΠΧ ΜΗ/807, ΑΠ 915/1982, ΠΧ ΛΓ/268. Για τις διάφορες απόψεις περί της εννοίας της κατοχής στο ποινικό δίκαιο, βλ. Schmitz σε: Münchener Kommentar, §242 αρ. 42 επ.).
Η κατοχή νοείται δηλαδή ως πραγματική κατάσταση (AΠ 1012/1982, ΠΧ ΛΓ/301, ΑΠ 141/1984, ΠΧ ΛΔ/731, ΑΠ 1053/1988, ΠΧ ΛΗ/983), ενώ κριτήριο για τη συνδρομή τόσο της πραγματικής εξουσίασης όσο και της φυσικής βούλησης εξουσίασης (δηλ. για την ύπαρξη κατοχής στο σύνολό της) είναι η φυσική αντίληψη της καθημερινής ζωής (Μπουρόπουλο, ΕρμΠΚ, τ. Β’, 8, Leukauf-Steininger, § 127 σελ. 21, Ruß, LK § 242 αρ. 18 και 22, BGHSt 16, 271, Schönke-Schröder-Eser, § 242, αρ. 3. Πρβλ. ΑΠ 1298/2003, ΠοινΛογ 2003/1460: “Ως κατοχή κατά την έννοια του άρθρ. 375 ΠΚ νοείται η πραγματική σχέση προς το πράγμα, που καθιστά δυνατή την εξουσίασή του από εκείνον που το κατέχει κατά βούληση, όπως η εξουσία αυτή νοείται κατά τη φυσική αντίληψη της καθημερινής ζωής και όχι κατά την εξειδικευμένη έννοια του αστικού δικαίου” –έτσι και ΑΠ 1571/2001, ΠοινΛογ 2001/1964, ΑΠ 1011/2000, ΠΧ ΝΑ/244), άλλως οι εύλογες αντιλήψεις των συναλλαγών (Kienapfel II, 47, Krey 2, 7). Γι’ αυτό μάλιστα και επισημαίνεται ότι η κατοχή έχει μια κοινωνική-κανονιστική διάσταση και ότι η συνδρομή της εξαρτάται όχι από την λίγο-πολύ τυχαία περίσταση της πραγματικής άσκησης φυσικής εξουσίας, αλλά από το αν το πράγμα κατά τις κοινωνικές αντιλήψεις εντάσσεται στη σφαίρα εξουσίας ενός προσώπου (Μυλωνόπουλου, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, β’ έκδ., 2006, σελ. 25, Wessels-Hillenkamp, BT/2, 24, πρβλ. Hoyer, SK §242 αρ. 27).
Αναφορικά δε με την φυσική εξουσία, αυτή υπάρχει όταν ο κάτοχος μπορεί να επενεργεί αμέσως στο πράγμα χωρίς να απαιτείται να υπερνικήσει εμπόδιο (Ruß, LK § 242 αρ. 18, BGH wistra 94, 99). Ουσιώδες κριτήριο δηλαδή για την ύπαρξη ή όχι φυσικής εξουσίας είναι το αν η άσκησή της μπορεί να γίνει ακώλυτα ή προϋποθέτει την υπερνίκηση ενός εμποδίου. Σύμφωνα δε με τη φυσική αντίληψη της κοινωνικής ζωής, το πρόσωπο ασκεί γενική φυσική εξουσία επί όλων των κινητών που βρίσκονται στους χώρους όπου αυτό ασκεί γενική κυριαρχία, θεωρείται δηλαδή ότι έχει επ’ αυτών γενική πραγματική εξουσία και γενική θέληση εξουσιάσέως τους (οι λεγόμενες “τυπικές σφαίρες κατοχής” ή, ορθότερα, σφαίρες κυριαρχίας ή εξουσίας του προσώπου [Wessels-Hillenkamp, BT/2, 28, πρβλ. Krey 2, 9]).
Είναι δυνατόν, ωστόσο, να χωρήσει παροδική παρακώλυση ή διακοπή της φυσικής εξουσίας. Αυτή, κατά τη φυσική αντίληψη της καθημερινής ζωής, δεν αίρει την κατοχή, η οποία ακριβώς διατηρείται και όταν μεταβάλλεται η “τοπική και χρονική σχέση προς το πράγμα” (Ruß, LK § 242 αρ. 19), δηλαδή όταν ο κάτοχος δεν μπορεί να ασκήσει τη φυσική εξουσία προσωρινά, συνεπεία τοπικής απομάκρυνσής του από το πράγμα, αρκεί αυτή η απομάκρυνση να μην υπερβεί ορισμένα όρια (Μυλωνόπουλου, ό.π., σελ. 29).
Όπως δε συναφώς αναφέρεται σχετικά με την κατοχή ναρκωτικών ουσιών (άρθρ. 20 παρ. 1 Ν. 3459/2006) όπου γίνεται από την θεωρία απ’ ευθείας αναγωγή στα ως άνω ισχύοντα στα πλαίσια των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας (βλ. ενδεικτικά Στ. Παύλου, Ναρκωτικά, α’ έκδ., σελ. 94, Ανδρουλάκη, Συμβολή στην επίλυση κάποιων προβλημάτων φαινομένης συρροής, ΠΧ ΛΒ/342, σημ. 18, Endriß/Malek, Betäubungsmittelrecht, 67, Hugel/Junge, Deutsches Betäubungsmittelrecht, 172, Joachimski, Betäubungsmittelrecht, 3. Aufl., 1982, 172, Körner, BetMG § 29 Rn 563 επ., του ιδίου, Der Besitz von Betäubungsmitteln –Rechtsgrunduberscicht zur BetMG, StrV 1982, 91επ. και Pelchen, σε Erbs/Kohlhaas, StrNebenG, BetMG § 29 Rn 20επ.), η κατοχή πραγματώνεται με τη φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά (βλ. από νομολογία : ΑΠ 81/2006, ΠοινΔικ. 2006/803, ΑΠ 12/2006, ΠοινΔικ. 2006/792, ΑΠ 1585/2005, ΠΧ ΝΣΤ/418, ΑΠ 1590/2005, ΠοινΔικ. 2006/365, ΑΠ 817/2005, ΠΧ ΝΣΤ/32, ΑΠ 1498/2005, ΠΧ ΝΕ/307, ΠεντΕφΘεσ. 256-257/2005, Αρμεν. 2005/758, ΑΠ 2223/2004, ΠοινΛογ. 2004/2701, ΑΠ 1331/2004, ΠοινΛογ. 2004/1608, ΑΠ 1065/2004, ΠοινΛογ 2004/1337, ΑΠ 999/2004, ΠοινΛογ. 2004/1265, ΑΠ 265/2004, ΠοινΛογ. 2004/314, ΑΠ 36/2004, ΠοινΛογ. 2004/53, ΑΠ 1132/2004, ΠοινΛογ. 2004/1396, ΑΠ 2202/2004, ΠοινΛογ. 2004/2690, ΑΠ 65/2005, ΠοινΛογ. 2005/138, ΑΠ 598/2005, ΠοινΛογ. 2005/537, ΑΠ 796/2005, ΠοινΛογ. 2005/436, ΑΠ 1677/2005, ΠοινΔικ2006/384, ΑΠ 18/2004, ΠοινΔικ. 2004/605, ΑΠ 1690/2003, ΠοινΛογ. 2003/1905, ΑΠ 110/2003, ΠοινΔικ. 2003/627, ΑΠ 920/2003, ΠοινΛογ. 2003/1003, ΑΠ 546/2003, ΠοινΛογ. 2003/589, ΑΠ 444/2003, ΠοινΛογ. 2003/504, ΑΠ 2405/2002, ΠοινΛογ. 2002/2628, ΑΠ 1535/2002, ΠοινΛογ. 2002/1558, ΑΠ 640/2002, ΠοινΛογ. 2002/1061, ΑΠ 571/2002, ΠοινΛογ. 2002/928, ΑΠ 157/2002, ΠοινΛογ. 2002/122, ΑΠ 1865/2001, ΠοινΔικ. 2002/347, ΑΠ 650/2000, ΠΧ ΝΑ/44, ΑΠ 67/2000, ΠΧ Ν/204, ΤριμΕφΘεσ. 261/2000, ΠοινΔικ. 2001/135, ΠεντΕφΙωαν. 7/2000, ΠοινΔικ. 2001/246, ΑΠ 1049/2000, ΠΧ ΝΑ/308, ΤριμΕφΚακΠειρ. 45-45α’-45β’/1999, ΠοινΔικ. 1999/221). Ορθά επίσης υποστηρίζεται ότι η φυσική αυτή εξουσίαση θα πρέπει να παρουσιάζει χρονική διάρκεια και να μην αποτελεί μια στιγμιαία επαφή του δράστη με τις ναρκωτικές ουσίες (Παρασκευόπουλου-Κοσμάτου, Ναρκωτικά, β’ έκδ., 2006, σελ. 63, ΣτρΛαρ. 81/2001, ΠΧ ΝΓ/661, Στ. Παύλου, ό.π. Επίσης, για την αναγκαία διάρκεια της “κατοχής”, βλ. και τις επισημάνσεις του Joachimski, ό.π., 173. Πρβλ. όμως και Körner, BetMG § 29 Rn 572 επ.).
Σε πλήρη αντιστοιχία βρίσκονται και άλλα εγκλήματα που προϋποθέτουν κατοχή, όπως φερ’ ειπείν η λαθρεμπορία όπου επίσης η νομολογία αντιλαμβάνεται την κατοχή ως διαρκές έγκλημα (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 772/1999, ΝοΒ 1999/1466 = ΠΧ Ν/330, όπου αναφέρεται : «η κατοχή λαθρεμπορεύματος αποτελεί μη τιμωρητή υστέρα πράξη έναντι της κυρίας πράξεως της λαθρεμπορίας. Όταν όμως η τελευταία έπαυσε για οποιονδήποτε νομικό λόγο να είναι αξιόποινη ή κηρύχθηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη γι' αυτήν, τότε τιμωρείται αυτοτελώς η κατοχή, αφού είναι διαρκές έγκλημα και αποκτά έτσι αυτοτελή ποινική απαξία». Επίσης ΕφΘεσ. 1363/1999, ΠΧ Ν/836 (: η κατοχή του προϊόντος της λαθρεμπορίας συνιστά διαρκές έγκλημα), ΑΠ 1835/1993, ΠΧ ΜΔ/184, ΑΠ 281/1994, ΝοΒ 1994/1197 = ΠΧ ΜΔ/731, ΑΠ 839/1998, ΠΧ ΜΘ/442) και η κατοχή αρχαίων (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1311/1999, ΠΧ Ν/642, όπου τονίζεται πως «με αυτές τις παραδοχές και με την επισήμανση ότι η πράξη του είναι διαρκές έγκλημα…»). Ομοίως διαρκές έγκλημα θεωρείται και η κατοχή όπλων (πρβλ. RG 5813, NJW 79, 117).

Προσωρινό συμπέρασμα : Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, ο χαρακτήρας της αξιόποινης πράξης τής κατοχής πορνογραφικού υλικού ως διαρκούς εγκλήματος συνάγεται, κατ’ αρχάς, άνευ ετέρου τινός από την ίδια την διατύπωση του ποινικού νόμου που την περιγράφει, καθόσον γίνεται λόγος για «κατοχή», έννοια η οποία αφ’ εαυτής εμπεριέχει το στοιχείο τής διάρκειας.

Πέραν όμως τούτου, αν αναχθεί κανείς και στο προστατευόμενο έννομο αγαθό, όπως απαιτεί ο Σπινέλλης, τότε καθίσταται ακόμα πιο σαφής ο χαρακτήρας της υπό κρίση πράξης ως διαρκούς εγκλήματος. Πράγματι, το έννομο αγαθό για την προστασία του οποίου θεσπίστηκε το άρθρ. 29 Ν. 5060/1931 είναι η διαφύλαξη της δημόσιας τάξης από προσβολές τής δημοσίας αιδούς. Χαρακτηριστική μάλιστα είναι η ΑΠ 1289/1992 (Υπερ. 1992/1420), κατά την οποία, «(…) οι ανωτέρω άσεμνες παραστάσεις συνοδεύονται από ασυστόλως χυδαίες και αισχρόλογες περιγραφές των κατά φύση και παρά φύση ικανοποιήσεων της γενετήσιας λειτουργίας, έτσι δε προκαλούν στους αναγνώστες σεξουαλική περιέργεια και έξαρση του αισθησιασμού καθώς και μεγάλο ερεθισμό της φαντασίας, των νεαρών ιδίως ατόμων, τα οποία με αυτόν τον τρόπο εξωθούνται στην ακολασία (…)».
Υπό το φως λοιπόν του προστατευτέου εννόμου αγαθού, οιονεί αυτομάτως συνάγεται και το ότι αυτό πρέπει να προστατεύεται καθ’ όλη τη διάρκεια κατά την οποία ο δράστης, που πληροί με τη συμπεριφορά του την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τού άρθρ. 29 του Ν. 5060/1931, έχει στην κατοχή του το κρίσιμο υλικό.
ΠΡΩΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η πράξη για την οποία κατηγορείται ο δράστης του εγκλήματος του άρθρ. 29 παρ. 1 και 30 Ν. 5060/1931 είναι «έγκλημα κατοχής» και συνακόλουθα συνιστά διαρκές έγκλημα με όλες τις σχετικές έννομες συνέπειες που συνεφέλκεται ο χαρακτηρισμός αυτός.


2. Δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων

2.1. Ως προς το ζήτημα, αν επί του εγκλήματος της κατοχής πορνογραφικού υλικού στην Σκωτία, η οποία πάντως άρχισε στην Ελλάδα, υπάρχει ποινική εξουσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων, καίτοι η πράξη αυτή διώκεται ήδη στη Σκωτία, πρέπει να θέσουμε ως βάση των συλλογισμών μας την εξής σκέψη :
Στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες υπάρχει συρροή πλειόνων ισοδυνάμων συνδετικών στοιχείων, οπότε μία πράξη είναι δυνατόν να υπόκειται στην ποινική εξουσία πλειόνων Πολιτειών, οι κανόνες διεθνούς ποινικού δικαίου κάθε Πολιτείας δεν αίρουν τη σύγκρουση υπέρ συγκεκριμένου κράτους, πχ. εκείνου που εκδικάζει πρώτο την πράξη, διότι οι ποινικές αξιώσεις υφίστανται αυτοτελώς.
Αυτό συμβαίνει ακριβώς διότι το κάθε κράτος δικαιούται αλλά και υποχρεούται να μεριμνά για τη τήρηση της ειρηνευμένης έννομης τάξης στα όρια της επικράτειάς του. Τυχόν εκδίκαση μιας από τις πράξεις από μια Πολιτεία βεβαίως ουδόλως απωθεί της ποινικές αξιώσεις των άλλων. Αντίθετα, το κάθε αρμόδιο να επιληφθεί δικαστήριο υποχρεούται να εφαρμόσει το δικό του ποινικό δίκαιο. Η μη εκδίκαση της πράξης μάλιστα συνιστά απεμπόληση της ποινικής εξουσίας του κράτους και, ως εκ τούτου, απεμπόληση εθνικού κυριαρχικού δικαιώματος (Μυλωνόπουλου, Διεθνές Ποινικό Δίκαιο, β’ έκδ. 1993, σελ. 55-56).
Τα ως άνω, βεβαίως, ουδόλως αντιτίθενται προς τις αρχές του ποινικού δικαίου ή του κράτους δικαίου, ούτε ακόμα και στην αρχή ne bis in idem, μιας και η σκληρότητα που θα συνεφέλκετο μία διπλή τιμώρηση αντιμετωπίζεται αρκούντως αφ’ ενός με τα δικονομικά κωλύματα που θέτει το άρθρ. 9 ΠΚ, αφ’ ετέρου δε με τον υπολογισμό των ποινών που επιβλήθηκαν από το αλλοδαπό δικαστήριο (άρθρ. 10 ΠΚ) σύμφωνα με την αρχή του συνυπολογισμού (Anrechnungsprinzip : Schönke-Schröder –Eser, αρ. 2 και 63 επ. προ §§ 3 επ., Ohler, Internationales Strafrecht, 2η έκδ., Köln 1983, 599 επ, Jescheck, Lehrbuch des Strafrechts, AT, 4η έκδ., Berlin1990, 157).
2.2. Πλέον συγκεκριμένα, κρίσιμο στοιχείο για την εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαίου, νοουμένου ως δικαίου εφαρμογής των ποινικών νόμων (Μυλωνόπουλου, ό.π., σελ. 150), είναι ο τόπος τέλεσης του εγκλήματος. Σύμφωνα με το άρθρ. 16 του Ποινικού Κώδικα, «τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη, καθώς και ο τόπος όπου επήλθε ή, σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε σύμφωνα με την πρόθεση του υπαιτίου να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα».
Στο πλαίσιο των υπό κρίση πραγματικών περιστατικών, ο μηνυόμενος φέρεται να “κατέβαζε” από το Διαδίκτυο πορνογραφικές εικόνες (φωτογραφίες και videos), τις οποίες αποθήκευε στον σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού του υπολογιστή, εν συνεχεία δε τις διένειμε καθιστώντας αυτές έτσι προσβάσιμες σε χρήστες των ίδιων προγραμμάτων ανταλλαγής υλικού του διαδικτύου.

2.2.1. Όπως όμως αναφέρθηκε ανωτέρω υπό 1., το έγκλημα της κατοχής πορνογραφικού υλικού συνιστά διαρκές έγκλημα (delictum continuum), για το οποίο γίνονται δεκτά τα εξής (βλ. Μυλωνόπουλου, ό.π., σελ. 162) : διαρκές έγκλημα που αρχίζει στην ημεδαπή και αποπερατώνεται ουσιαστικά στην αλλοδαπή, θεωρείται ότι τελείται στην Ελλάδα. Αλλά και αντίστροφα, τόπος τέλεσης του διαρκούς εγκλήματος είναι η ημεδαπή όταν σ’ αυτήν αποπερατώθηκε ουσιαστικά το διαρκές έγκλημα (Ohler, ό.π., 216, Γάφου, Γενικό Μέρος, β’ έκδ., 148, ΑΠ 905/1991, ΠΧ ΜΑ/162, Tröndle, LK § 9 αρ. 11, contra Garraud, Traité, τ. Ι, 3η έκδ., 366, Νο 171).

2.2.2. Κι αν όμως ήθελε απορριφθεί η (ορθή) άποψη ότι η κατοχή πορνογραφικού υλικού συνιστά διαρκές έγκλημα, τότε, δεδομένου ότι το υπ’ αριθμ. Β06/3928 Κλητήριο Θέσπισμα ομιλεί για «περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος», βρισκόμαστε ενώπιον ενός εξακολουθούντος εγκλήματος (delictum continuatum, fortgesetzes Verbrechen) ως προς το οποίο επίσης ισχύουν τα αυτά : Αν δηλαδή τελέστηκε στην ημεδαπή έστω και μία επιμέρους πράξη ενός εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση ή επήλθε στην ημεδαπή το αποτέλεσμα μιας μερικότερης πράξης του, τόπος τέλεσης είναι η ημεδαπή για το όλο έγκλημα ακριβώς επειδή η θεωρία της ενότητας που ακολουθεί το άρθρ. 16 ΠΚ αντιμετωπίζει την αξιόποινη πράξη ως ενιαίο και αδιαίρετο όλο (Ohler, ό.π., 216, Schönke-Schröder –Eser, § 9 αρ. 13, Bergmann, Der Begehungsort im internationalen Strafrecht Deutschlands, Englands und der Vereinigten Staaten von Amerika, Berlin 1966, 38, Tröndle, LK § 9 αρ. 3, 11. RG 49/425, 50/432, 71/283, Feller, σε : Bassiouni-Nanda, σελ. 24, Γάφος, ό.π., 18, Τούσης-Γεωργίου, Ερμηνεία ΠΚ, σελ. 78, v. Bar, Das internationale Privat- und Strafrecht, 366.

2.2.3. Πέραν τούτων, όμως, η δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων δύναται να θεμελιωθεί επιπρόσθετα, προκειμένου για την σύνολη συμπεριφορά του μηνυομένου, στο άρθρο 6 ΠΚ με το οποίο καθιερώνεται η λεγόμενη ενεργητική αρχή τής προσωπικότητας (ή αρχή της ιθαγένειας). Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ειδικότερα, ο ημεδαπός υπόκειται στην ποινική εξουσία της χώρας του για πράξη που τέλεσε στην αλλοδαπή, εφόσον όμως αυτή είναι αξιόποινη και κατά το δίκαιο του τόπου τελέσεως.

2.2.3.1. Τούτο συνάγεται ευθέως από το άρθρ. 6 παρ. 1 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο «οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε ή αν διαπράχθηκε σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα».
Για να κριθεί η πράξη αξιόποινη και κατά το δίκαιο του τόπου τελέσεως, δεν ενδιαφέρει τόσο αν ο νομικός χαρακτηρισμός είναι βαρύτερος ή ελαφρύτερος, ούτε αν απειλείται επιεικέστερη ή αυστηρότερη ποινική κύρωση (ΑΠ 120/1979, ΠΧ ΚΣΤ/565, ΕφΘεσ 146/1976, ΠΧ ΚΣΤ/419). Η κύρωση πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ποινική, δεν αρκεί δηλ. να πρόκειται για απλή παράβαση τάξεως (Schröder, JZ 68, 243, S-S-Eser §7 αρ. 4, SK-Samson §7 αρ. 3, BGHSt 27,8). Περαιτέρω, η πράξη είναι αξιόποινη κατά το δίκαιο του τόπου τελέσεως όχι όταν απλώς υπάρχει αντίστοιχη ή έστω ταυτόσημη διάταξη στο ξένο δίκαιο, αλλά μόνο όταν η συγκεκριμένη πράξη πληροί in concreto τις προϋποθέσεις εφαρμογής της σχετικής ποινικής διάταξης, δηλ. αν μπορούμε να υποθέσουμε ότι η υπό κρίση πράξη εκδικαζόμενη από δικαστήριο του τόπου τελέσεως θα ετιμωρείτο (ΑΠ 442/1979, ΠΧ ΚΘ/575, RGSt 40/404, 70/324, LK-Tröndle §7 αρ. 4b, S-S-Eser §7 αρ. 8, ιδίως δε Σακελλαρίου, Αγορ. ΑΠ 33/1962 ΠΧ ΙΒ/271). Εφόσον δε η δικαιολογητική βάση της αρχής έγκειται στην αλληλεγγύη του forum προς το κράτος τέλεσης, η τυχόν απεξάρτηση του αξιοποίνου από τις προϋποθέσεις που τάσσει το τελευταίο θα καθιστούσε χωρίς νόημα την εφαρμογή των ημεδαπών ποινικών νόμων, αφού δεν θα υπήρχε περιθώριο για αλληλεγγύη (Μυλωνόπουλου, ό.π., σελ. 168, πρβλ. Schröder, JZ 68, 243). Έτσι, ορθά δέχτηκε η νομολογία μας ότι εφόσον η πρόκληση ναυαγίου έλαβε χώρα στην ανοικτή θάλασσα επί πλοίου με λιβεριανή σημαία και η ποινική δίωξη κατά του ημεδαπού κατηγορουμένου ασκήθηκε στην ημεδαπή πριν παρέλθει η τριετής προθεσμία που τάσσει ο λιβεριανός ΚΠΔ για τη διενέργειά της, δεν υφίσταται δικονομικό κώλυμα (ΕφΠειρ 33/1986, ΕφΠειρ 64Α/1985 [αδημ.]). Τέλος, δεν απαιτείται ταυτότητα του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης ούτε του προστατευόμενου εννόμου αγαθού (ΑΠ 104/1980, ΠΧ ΛΑ/56, ΑΠ 33/1962, ΠΧ ΙΒ/271, S-S-Eser §7 αρ. 8, LK-Tröndle §7 αρ. 4b, πρβλ. ΑΠ 209/1985, ΠΧ ΛΕ/689 με σύμφ. πρότ. Κ. Σταμάτη).

2.2.3.2. Εν προκειμένω, το ότι η υπό κρίση πράξη τής κατοχής πορνογραφικού υλικού κρίνεται αξιόποινη και κατά το δίκαιο της Σκωτίας (ο μηνυόμενος διέμενε στο Εδιμβούργο), προκύπτει άνευ ετέρου από την από 6.10.2006 απαντητική επιστολή του Ελληνικού Ιστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου στην από 5.10.2006 παραγγελία της Ειρηνοδίκου Αμαρουσίου κας. Παναγιώτας Λαδοπούλου, η οποία ζητεί ακριβώς την γνωστοποίηση του «εάν η παράβαση του άρθρ. 29§1 και 30§1 Ν. 5060/1931 είναι αξιόποινη και στο Εδιμβούργο».
Συνεπώς, και επί τη βάσει της ΠΚ. 6 που ρυθμίζει την αρχή τής ενεργητικής προσωπικότητας δύναται να λεχθεί ότι τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια έχουν πράγματι δικαιοδοσία να εκδικάσουν την όλη συμπεριφορά τού υπό κρίση κατηγορουμένου για κατοχή πορνογραφικού υλικού.

2.2.4. Εν πάση περιπτώσει όμως, και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η πράξη δεν είναι αξιόποινη κατά το δίκαιο του τόπου τελέσεως, τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια υποχρεούνται να δικάσουν την όλη συμπεριφορά σύμφωνα με το άρθρ. 8 ΠΚ, και δη βάσει της περ. ι’ του εν λόγω άρθρου. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου της τέλεσης, μεταξύ άλλων, για παράνομη κυκλοφορία και εμπόριο άσεμνων δημοσιευμάτων που τελέστηκε στην αλλοδαπή.
Πράγματι, η αρχή της παγκόσμιας δικαιοσύνης, η οποία μάλιστα ισχύει πρωτογενώς, καθιερώνεται προκειμένου για πράξεις που στρέφονται εναντίον εννόμων αγαθών, η προστασία των οποίων ενδιαφέρει όλα τα κράτη ή, πάντως, μεγάλον αριθμό κρατών. Στις περιπτώσεις αυτές η Πολιτεία επιδεικνύει την αναγκαία αλληλεγγύη στην καταπολέμηση του εγκλήματος και γι’ αυτό κρίνεται σκόπιμο όπως εφαρμόζονται οι ημεδαποί ποινικοί νόμοι ανεξαρτήτως των νόμων του τόπου τέλεσης (Μυλωνόπουλου, ό.π., σελ. 284-285, ΑΠ 177/1987, ΠΧ ΛΖ/603, ΑΠ 911/1982, ΠΧ ΛΓ/265, ΑΠ 1099/1981, ΠΧ ΛΒ/408, ΑΠ 402/1968, ΠΧ ΙΘ/1931).

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Με βάση τα ως άνω εκτεθέντα, τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια όχι απλώς δύνανται, αλλά υποχρεούνται να εκδικάσουν την υπό κρίση υπόθεση κατοχής πορνογραφικού υλικού στο σύνολό της, ήτοι για όλο το χρονικό διάστημα από τους έτους 2000 έως και την 18.4.2002.


3. Αδυναμία εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

3.1. Απαγόρευση εκτελέσεως ΕΕΣ κατ’ άρθρ. 11, περ. η’ Ν. 3251/2004
Κατά το άρθρ. 11, περ. η’, εδ. α’ του Ν. 3251/2004, απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης «αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, είναι ημεδαπός και διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη».
Σύμφωνα με την ως άνω ρύθμιση υποχρεωτικής (και όχι απλά δυνητικής!) άρνησης εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, αφ’ ης στιγμής η πράξη τού ημεδαπού δράστη υπάγεται στους ελληνικούς ποινικούς νόμους, η ελληνική Πολιτεία οφείλει να τον διώξει, σύμφωνα με την αρχή τού κράτους δικαίου, ειδάλλως απεμπολεί ημεδαπή ποινική εξουσία (βλ. Μυλωνόπουλου, Έκθεση Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, ΠοινΛογ. 2004/967).

Πλέον συγκεκριμένα:
Η ανωτέρω τοποθέτηση γίνεται κατανοητή αν συνδεθεί με την προβληματική τής έκδοσης και τις γενικότερες αρχές τού διεθνούς ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, στα κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης, η αρχής της μη εκδόσεως ημεδαπών εφαρμόζεται χωρίς προβλήματα, αφού η ποινική εξουσία τους δεν περιορίζεται εντός των συνόρων, βάσει της αρχής της ενεργητικής προσωπικότητας του άρθρ. 6 ΠΚ (το οποίο αναπτύχθηκε εν συντομία και υπό 2.2.3.). Παρατηρείται δηλαδή ότι η αρχή της μη εκδόσεως ημεδαπών είναι στενά συνδεδεμένη με τη δογματική του δικαίου των τοπικών ορίων των ποινικών νόμων (Μυλωνόπουλου, Έκδοση ημεδαπού και εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά ημεδαπού, ΠοινΛογ. 20005/755). Το διεθνές ποινικό δίκαιο, γενικότερα, ενός κράτους δεν μπορεί να γίνει κατανοητό χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το εάν εκδίδει ή όχι ημεδαπούς. Η ίδια η αρχή της ενεργητικής προσωπικότητας, άλλωστε, οφείλει την ύπαρξή της ακριβώς στην απαγόρευση εκδόσεως ημεδαπών (BVerfG, 2 BvR 2236/04 της 18.7.2005).
Πέραν τούτου, σαφώς συνάγεται από το ίδιο το γράμμα του Ν. 3251/2004, άρθρ. 11, περ. η’, ότι ο νομοθέτης ήθελε να αποκλείσει τη δυνατότητα παράδοσης ημεδαπών σε χώρα μέλος της ΕΕ όταν εφαρμόζεται η αρχή της ενεργητικής προσωπικότητας (όπως και της εδαφικότητας, στην περ. ζ’).
Στην περίπτωση λοιπόν ημεδαπού που τέλεσε αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς στην αλλοδαπή (διότι διαφορετικά θα εφαρμοζόταν η αρχή της εδαφικότητας) δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν : είτε ο ημεδαπός έχει τελέσει πράξη η οποία υπάγεται στους ελληνικούς ποινικούς νόμους, είτε όχι.
Συνεπώς, όπως έχει ήδη επανειλημμένως επισημανθεί, αν υπάγεται η πράξη στους ελληνικούς ποινικούς νόμους, η Ελληνική Πολιτεία οφείλει να διώξει τον ημεδαπό δράστη σύμφωνα με την αρχή του κράτους δικαίου, διότι διαφορετικά απεμπολεί ημεδαπή ποινική εξουσία. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή, σημασία δεν έχει αν ο ημεδαπός διώκεται ή όχι, αλλά το αν η πράξη του υπάγεται στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Είτε ο ημεδαπός διώκεται είτε όχι, η ημεδαπή ποινική εξουσία προηγείται και θα εφαρμοσθεί το άρθρ. 6 ΠΚ με όλες τις προϋποθέσεις του (Μυλωνόπουλου, ibidem, του ιδίου, Έκθεση Επιστημονικού Συμβουλίου, ό.π., σελ. 266).

3.2. Απαγόρευση εκτελέσεως ΕΕΣ κατ’ άρθρ. 11, περ. δ’ Ν. 3251/2004
3.2.1. Σύμφωνα με το άρθρ. 11, περ. δ’ του Ν. 3251/2004, απαγορεύεται η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος «αν έχει επέλθει παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους».

3.2.2. Εν προκειμένω, η αξιόποινη πράξη τής κατοχής πορνογραφικού υλικού (άρθρ. 29§1 και 30 Ν. 5060/1931) φέρεται να τελέστηκε από τον κατηγορούμενο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης από 1.10.2001 έως 18.4.2002, κατά το κλητήριο θέσπισμα από 1.11.2001 έως 18.3.2002, ενώ κατά το κείμενο της εις βάρος του κατατεθείσης μηνύσεως από το έτος 2000 (κατά τη δεύτερη μήνυση από 1.10.2001) έως και 18.4.2002.

Πλέον συγκεκριμένα :
3.2.2.1. Το από 29.11.2005 εκδοθέν υπό του αρμοδίου προς τούτο κατά το δίκαιο της Σκωτίας Sheriff Kenneth Maclean Maciver ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρει στο πλαίσιο της περιγραφής των συνθηκών τελέσεως της πράξης (βλ. σελ. 3 ΕΕΣ) τα ακόλουθα :
«Ο κατηγορούμενος […] διέμενε επί της 5/8 Sienna Gardens στο Εδιμβούργο από 1η Οκτωβρίου 2001 έως 18 Απριλίου 2002, κατά την διεξαγωγή των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου ως μεταπτυχιακός φοιτητής. Την Πέμπτη 14 Μαρτίου 2002 ένας αξιωματικός τής Αστυνομίας τού Μητροπολιτικού Αστυνομικού Σώματος, ο Sean Robbie, έλαβε πληροφορίες από εμπιστευτική πηγή ότι κάποιος με όνομα χρήστη “Marchmond” χρησιμοποιούσε το Internet και προσπελούσε όπως φαίνεται χώρους παιδοφιλικής πορνογραφίας (…). Την 18η Απριλίου 2002 στις 07:05 αστυνομικοί κατέφθασαν στην 5/8 Sienna Gardens για να εκτελέσουν το ένταλμα έρευνας [σημ: που είχε εκδοθεί την προηγούμενη ημέρα]. Ο κατηγορούμενος και οι δύο συγκάτοικοί του ήσαν παρόντες κατά τη διάρκεια της έρευνας. Ο υπολογιστής τού κατηγορουμένου κατασχέθηκε και το πήρε η Δικαστική Μονάδα Υπολογιστών στο Αρχηγείο της Αστυνομίας για έλεγχο (…) ».
Όπως προκύπτει από το ως άνω χωρίο του ΕΕΣ, δεν γίνεται μεν ρητή μνεία ημερομηνίας ενάρξεως της αξιόποινης πράξης –πέραν της αναφοράς ότι ο κατηγορούμενος διέμενε στο Εδιμβούργο από 1.10.2001- πλην όμως, και αυτό είναι που ενδιαφέρει εν προκειμένω, προσδιορίζεται το χρονικό σημείο λήξης τής αξιόποινης πράξης, το οποίο τοποθετείται στην 18η Απριλίου 2002, ημερομηνία κατά την οποία κατασχέθηκε ο ηλεκτρονικός υπολογιστής.
Κατά συνέπεια, όποια αξιόποινη πράξη και αν τελέστηκε στην Σκωτία, αυτή έπαυσε να τελείται με βεβαιότητα την 18.4.2002.

3.2.2.2. Σύμφωνα με το από 2.11.2006 επιδοθέν υπ’ αριθμ. Β06/3928 κλητήριο θέσπισμα, ο κατηγορούμενος καλείται να εμφανιστεί ενώπιον του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για παράβαση του άρθρ. 29§1 Ν. 5060/1931 περί ασέμνων επειδή «στο Ηράκλειο Αττικής κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2001 μέχρι 18.3.2002 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με το σκοπό διανομής και δημόσιας εκθέσεως κατείχε φωτογραφίες και videos με άσεμνο περιεχόμενο οποιουδήποτε είδους (…)».
Ως χρόνος τέλεσης της αξιόποινης πράξης φέρεται συνεπώς και εδώ το διάστημα από 1.11.2001 έως 18.3.2001.

3.2.2.3. Όσον αφορά δε στο κείμενο της από 7.8.2006 μήνυσης για παράβαση του άρθρ. 29§1 Ν. 5060/1931, ο μηνυτής αναφέρει (σελ. 4) μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Ρώτησα τον τεχνικό αν μπορεί να δει τόσο τον αριθμό τους όσο και την ημερομηνία που αυτές αποκτήθηκαν και πράγματι με πληροφόρησε ότι αυτές οι εικόνες ήσαν παλιές και αφορούσαν το διάστημα από το 2000 έως και το Μάρτιο του 2002 (…). Σε σχετική ερώτησή μου [σημ: προς τον μηνυόμενο] από πότε ασχολείται με αυτά τα πράγματα, μου είπε ότι ξεκίνησε να κατεβάζει πορνογραφικό υλικό από τις αρχές του έτους 2000 (…). Πιο συγκεκριμένα ο μηνυόμενος μου ομολόγησε ότι τις προαναφερόμενες εικόνες και video τις εντόπιζε μέσω διαδικτύου σε αρχεία χρηστών του ιδίου προγράμματος, τις κατέβαζε και τις αποθήκευε στον υπολογιστή του, όλο δε αυτό το χρονικό διάστημα (αρχές 2000 έως και 18.3.2002) τις κατείχε στο σκληρό δίσκο του Η/Υ (…)».
Περαιτέρω, σε άλλο σημείο τής μήνυσής του (σελ. 7), ο μηνυτής λέγει: «ο μηνυόμενος ήδη από το έτος 2000 έως και 18.4.2002 συνήθιζε να εντοπίζει υλικό –παράνομο ή μη- μέσω την προαναφερθέντων προγραμμάτων ανταλλαγής υλικού μεταξύ χρηστών και στη συνέχεια το καθιστούσε προσβάσιμο σε κάθε χρήστη του ιδίου προγράμματος». Και αμέσως παρακάτω (σελ. 8) επαναλαμβάνει: «Επειδή δυστυχώς η υπόθεση κινδυνεύει να υποκύψει σε παραγραφή (…) πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του μηνυομένου διοτι : Στο Εδιμβούργο της Σκωτίας και στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από του έτους 2000 μέχρι και 14.4.2002, όντας Έλληνας υπήκοος, με πολλές πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας δ’ εκ προθέσεως, προέβη σε παράνομη κυκλοφορία και δημόσια έκθεση ασέμνων δημοσιευμάτων, η οποία τιμωρείται στην Ελλάδα με στερητική της ελευθερίας ποινή».
Από το κείμενο της μήνυσης, επομένως, συνάγεται ότι η καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη φέρεται τελεσθείσα κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2000 (χωρίς ακριβέστερο προσδιορισμό) έως 18.4.2002.
Με δεύτερη-μεταγενέστερη άλλωστε μήνυσή του ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, η οποία κατατέθηκε την 16.5.2007, ο μηνυτής ζητεί να ασκηθεί ποινική δίωξη για την υπό κρίση αξιόποινη πράξη όχι μόνο για το διάστημα 1.11.2001-18.3.2002 που αναφέρει το κλητηριο θέσπισμα, αλλά από 1η Οκτωβρίου 2001 έως και 18 Απριλίου 2002.
Πέραν πάσης αμφιβολίας, λοιπόν, είναι ότι κατά τον μηνυτή χρόνος λήξης της αξιόποινης πράξης θεωρείται η 18η.4.2002. Κατά συνέπεια, όλα τα ανωτέρω δικόγραφα που αφορούν στον εγκαλούμενο αναφέρονται σε χρόνο τέλεσης από τον οποίο έχει ήδη παρέλθει 5ετία.

3.2.3. Σύμφωνα με το άρθρ. 111, παρ. 3 ΠΚ, «τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη», κατά το άρθρο δε 112 ΠΚ, «η προθεσμία παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως».

3.2.4. Δεδομένου ότι ως ύστατο χρονικό σημείο κατά το οποίο φέρεται ότι τελείται η αξιόποινη πράξη της κατοχής πορνογραφικού υλικού θεωρείται η 18.4.2002, πρόδηλο είναι ότι ήδη σήμερα, 22.5.2007, η υπό κρίση πράξη έχει υποπέσει σε παραγραφή, καθόσον έχει παρέλθει πενταετία από της τελέσεώς της.

3.2.5. ΣΥΝΕΠΩΣ, κατά τη ρύθμιση του άρθρ. 11, περ. δ’ Ν. 3251/2004, το ΕΕΣ όχι απλώς δεν μπορεί να εκτελεστεί, αλλά απαγορεύεται να εκτελεστεί, διότι πληρούται η αρνητική προϋπόθεση της συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής. Εννοείται δε ότι, σύμφωνα με τα παραπάνω (υπό 2.) εκτεθέντα, η πράξη υπάγεται στο σύνολό της στην ελληνική ποινική εξουσία και επομένως πληρούνται στο ακέραιο οι προϋποθέσεις του άρθρ. 11 περ. δ’ Ν. 3251/2004, σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύεται η παράδοση ημεδαπού αν έχει επέλθει παραγραφή της πράξης σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών ποινικών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους.

ΤΡΙΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Συνεπώς, δεν επιτρέπεται η εκτέλεση του υπό συζήτηση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης για τον υπό κρίση δράστη κατοχής πορνογραφικού υλικού, διότι τυχόν εκτέλεσή του προσκρούει ευθέως στις περ. η’ και δ’ τού άρθρου 11 Ν. 3251/2004.